- αριστοπραξία
- ἀριστοπραξία, η (Μ)ο άριστος τρόπος ενέργειας, το να κάνει κανείς κάτι με τον καλύτερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πραξία < πράξις < πράττω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek